σαλάμι, το, ουσ. [<ιταλ. salame], το σαλάμι· (ειρωνικά) ο πούτσος, το πέος: «κάθισε φρόνιμα, γιατί θα σου δώσω να φας σαλάμι!». Από το σχήμα του πέους, που παρομοιάζεται με το κυλινδρικό σχήμα του σαλαμιού·
- το χαράμι σαλάμι ή το χαράμι βγαίνει σαλάμι, βλ. λ. χαράμι·
- τον έστειλα για σαλάμι, βλ. φρ. τον έστειλα για βρούβες, λ. βρούβα.